être gréé - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

être gréé - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Gree (disambiguation); Grée

être gréé      
rig

Ορισμός

Gree
·noun Rank; degree; position.
II. Gree ·noun A Step.
III. Gree ·vi To Agree.
IV. Gree ·noun The prize; the honor of the day; as, to bear the gree, ·i.e., to carry off the prize.
V. Gree ·noun Good will; favor; pleasure; satisfaction;
- used ·esp. in such phrases as: to take in gree; to accept in gree; that is, to take favorably.

Βικιπαίδεια

Gree

Gree may refer to:

  • GREE, a social networking service in Japan
    • GREE, Inc., the company that operates GREE
  • Gree Electric, Chinese appliance manufacturer
  • Gree Group, Chinese state-owned enterprise, former owner of GREE Electric
  • Alain Grée (born 1936), French illustrator and author
  • MC Gree (born 1998), South Korean rapper